μαλακαίπους

μαλακαίπους
μᾰλᾰκαίπους, , , πουν, τό, gen. ποδος, poet. for μαλακόπους,
A treading softly,

Ὧραι Theoc.15.103

(s.v.l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλακαίπους — μαλακαίπους, ουν (Α) βλ. μαλακόπους …   Dictionary of Greek

  • μαλακόπους — μαλακόπους, ουν (Μ, Α μαλακαίπους, ουν) αυτός που έχει ανάλαφρο ή αργό περπάτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πούς (πρβλ. μακρό πους). Ο τ. μαλακαίπους πιθ. κατ επίδραση τών κραταίπους, χαλαίπους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”